ανοχύρωτος — η, ο 1. ο χωρίς οχυρωματικά έργα 2. πόλη ή περιοχή την οποία η αρμόδια στρατιωτική διοίκηση έχει κηρύξει ως «ανοχύρωτη» ή «ανυπεράσπιστη» σε περίοδο πολέμου για να προστατευθούν ο άμαχος πληθυσμός, τα κτήρια και τα μνημεία της, από επιθέσεις και… … Dictionary of Greek
άφρακτος — και χτος, η, ο (AM ἄφρακτος, ον, Α και ἄφαρκτος, ον) απερίφρακτος, ξέφραγος αρχ. 1. ανοχύρωτος, αφρούρητος, αφύλαχτος 2. (για άλογα ή ιππείς) αυτός που δεν έχει αρματωθεί 3. ασυγκράτητος 4. (για ανθρώπους) αυτός που δεν περιστοιχίζεται ή δεν… … Dictionary of Greek
ακατάφρακτος — η, ο και ακατάφραχτος 1. εκείνος που δεν έχει περιφραχτεί, άφραχτος 2. που δεν έχει οχυρωθεί εντελώς, ο ανοχύρωτος, ο άθωράκιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + κατάφρακτος < καταφράσσω] … Dictionary of Greek
ανώχυρος — ἀνώχυρος, ον (Α) ανοχύρωτος … Dictionary of Greek
απροστάτευτος — η, ο (AM ἀπροστάτευτος, ον) αυτός που δεν προστατεύεται, ο ανυπεράσπιστος νεοελλ. (για τόπο) ανοχύρωτος, αφρούρητος … Dictionary of Greek
ατείχιστος — η, ο (AM ἀτείχιστος, ον) αυτός που δεν περιβάλλεται με τείχη, ο ανοχύρωτος αρχ. εκείνος που δεν έχει αποκλειστεί με τείχος το οποίο κατασκεύασαν οι εχθροί … Dictionary of Greek
αχαράκωτος — η, ο (Α ἀχαράκωτος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που δεν τον έχει χαρακώσει κανείς, που δεν τον έχει χαράξει με χάρακα 2. (για αμπέλι) εκείνο στο οποίο δεν έχουν κάνει χαράκωμα, δεν έχουν χαρακώσει το στέλεχος, το κούρβουλο (για να κάνει μεγάλες ρόγες) 3 … Dictionary of Greek
απεριτείχιστος — η, ο ατείχιστος, ανοχύρωτος: Η Σπάρτη σ όλη την αρχαιότητα ήταν απεριτείχιστη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ατείχιστος, -η — ο αυτός που δεν προστατεύτηκε με τείχος, ανοχύρωτος: Η Σπάρτη σ όλη την αρχαιότητα ήταν ατείχιστη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)